γλώσσαλγος — talking till one s tongue aches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσαλγον — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem acc sg γλώσσαλγος talking till one s tongue aches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώτταλγος — γλώσσαλγος , γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσάλγους — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσαλγε — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
языковредный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (γλώσσαλγος) болтливый … Словарь церковнославянского языка
γλωσσαλγία — η (AM γλωσσαλγία) [γλώσσαλγος] η ακατάσχετη φλυαρία νεοελλ. πόνος στη γλώσσα … Dictionary of Greek
γλωσσαλγώ — γλωσσαλγῶ ( έω) (AM) [γλώσσαλγος] 1. έχω πόνο στη γλώσσα 2. φλυαρώ … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek